- οδοιπορος
- ὁδοιπόροςὁδοι-πόροςὅ1) путешественник, тж. путник, странник Aesch., Soph., Arph., Plut.2) спутник или проводник Hom.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὁδοιπόρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδοιπόρος — ο (Α ὁδοιπόρος) 1. αυτός που διανύει πεζός μια απόσταση, αυτός που κάνει οδοιπορία 2. παροιμ. φρ. «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει λέγεται για να δηλώσει ότι η παράβαση τών κανόνων τής νηστείας στους ασθενείς και στους οδοιπόρους… … Dictionary of Greek
οδοιπόρος — ο αυτός που πορεύεται, αλλ. στρατοκόπος, στρατηλάτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁδοιπόροις — ὁδοίπορος wayfarer masc dat pl ὁδοιπόρος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπόροισιν — ὁδοίπορος wayfarer masc dat pl (epic ionic aeolic) ὁδοιπόρος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπόρου — ὁδοίπορος wayfarer masc gen sg ὁδοιπόρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπόρους — ὁδοίπορος wayfarer masc acc pl ὁδοιπόρος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπόρων — ὁδοίπορος wayfarer masc gen pl ὁδοιπόρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπόρῳ — ὁδοίπορος wayfarer masc dat sg ὁδοιπόρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπόρε — ὁδοιπόρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπόροι — ὁδοιπόρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)